ηλεκτροοπτική

ηλεκτροοπτική
η
φυσ. κλάδος τής φυσικής ο οποίος ερευνά τις επιδράσεις ηλεκτρικών πεδίων σε οπτικά φαινόμενα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrooptics < electro- (πρβλ. ηλεκτρο-*) + -optics (πρβλ. οπτική)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροοπτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ηλεκτροοπτική, αυτός που γίνεται σύμφωνα με τους νόμους τής ηλεκτροοπτικής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrooptical < electro (πρβλ. ηλεκτρο *) + optical (πρβλ. οπτικός)] …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροπτική — Κλάδος της φυσικής που εξετάζει τις σχέσεις μεταξύ ηλεκτρισμού και φωτός. Ειδικότερα, η η. ερευνά τις μεταβολές των οπτικών ιδιοτήτων των υλικών μέσων κάτω από την επίδραση ηλεκτρικών πεδίων και τις ιδιομορφίες της αλληλεπίδρασης της οπτικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”